πανάγορσις

Revision as of 19:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A = παναγορία, ib.26.

Greek (Liddell-Scott)

πανάγορσις: ἡ, = πανήγυρις, λέξις Ἀρκαδικ., BCH XIII 281, 26.

Greek Monolingual

πανάγορσις, ἡ (Α)
(αρκαδ. λ.) πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγορ- του ἀγείρω (βλ. λ. παναγορία) + επίθημα -σις].