εως, ἡ, A = παναγορία, ib.26.
πανάγορσις: ἡ, = πανήγυρις, λέξις Ἀρκαδικ., BCH XIII 281, 26.
πανάγορσις, ἡ (Α)(αρκαδ. λ.) πανήγυρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγορ- του ἀγείρω (βλ. λ. παναγορία) + επίθημα -σις].