πειθοδικαιόσυνος

Revision as of 19:43, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A pleading the cause of justice or obedient to justice, PMag.Lond.46.403.

Spanish

defensor de la causa de la justicia

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο της δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + δικαιοσύνη.