πεζοπορία

Revision as of 19:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A landjourney, Hdn.Epim.105.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, zu Fuße Gehen, Hdn. epimer. 105.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοπορία: ἡ, ὁδοιπορία διὰ ξηρᾶς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 105, Ἐκκλ.· -πορεία, Φωτ. Βίβλ. 183. 10, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πεζοπόρος
βάδισμα με τα πόδια, πορεία πεζή, περπάτημα
μσν.-αρχ.
ταξίδι στην ξηρά, οδοιπορία.