[φᾰ], ον, A devouring one's patrimony, spendthrift, Gloss.
-ον, Ααυτός που τρώει, που καταδαπανά την πατρική περιουσία, σπάταλος, άσωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. σαρκο-φάγος.