πελίδνωμα

Revision as of 19:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A livid spot, Sch. Theoc. 5.99, Suid. s.v. ὑπώπια.

German (Pape)

[Seite 551] τό, eine bleifarbige, mit Blut unterlaufene Stelle, ein blauer Fleck, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πελίδνωμα: τό, κηλίς, πελιδνή, «μελανάδα», Σχολ. Θεοκρ. 5. 99, Σουΐδ. ἐν λ. ὁπώπια.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πελιδνούμαι
μελάνιασμα, μελανάδα ή ωχρότητα.