πεντηκοντοφύλαξ

Revision as of 19:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, A watcher over fifty, EM 729.16.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων πεντήκοντα, «οὐραγός· ὁ αὐτὸς δὲ ὀπισθοφύλαξ· ἡ συνήθεια πεντηκοντοφύλακα αὐτὸν καλεῖ» Ἐτυμολ. Μέγ. 729. 17.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας πενήντα ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + φύλαξ.