πεντηκοντοφύλαξ
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, watcher over fifty, EM 729.16.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοντοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων πεντήκοντα, «οὐραγός· ὁ αὐτὸς δὲ ὀπισθοφύλαξ· ἡ συνήθεια πεντηκοντοφύλακα αὐτὸν καλεῖ» Ἐτυμολ. Μέγ. 729. 17.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας πενήντα ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + φύλαξ.