περιμετωπίδιος

Revision as of 20:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A on the forehead, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cod. θ).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από το μέτωποπεριμετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μετωπίδιος (< μέτωπον)].