πλύντρον

Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A = πλύμα, Arist.Pr.880a27. II πλύντρα, τά, payment for cleaning clothes, Sammelb.7451.150 (iii B. C.), PCair.Zen.176.252 (iii B. C.), Poll.7.38.

German (Pape)

[Seite 639] τό, der Lohn des πλύντης, Waschgeld, Sp.; – Arist. probl. 4, 30 = πλύμα.

Greek (Liddell-Scott)

πλύντρον: τό, πλύμα, Ἀριστ. Προβλ. 4. 29. ΙΙ. πλύντρα, τά, ὁ μισθὸς τοῦ πλύντου, τὰ «πλυστικά», Πολυδ. Ζ΄, 38.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το πλύμα
2. ο μισθός εκείνου που πλένει, τα πλυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τρον (πρβλ. σήμαν-τρον)].

Russian (Dvoretsky)

πλύντρον: τό Arst. = πλύμα.