πεφυλαγμένως

Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv., (φυλάσσω) A with due caution, X.An.2.4.24, Eq.Mag.6.2, Aen.Tact.15.7, D.7.29, Plu.Oth.7,al., Luc.Philops.6; πρός τι π. ἔχειν Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ φυλάσσω, μετὰ προφυλάξεως, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec précaution.
Étymologie: part. pf. Pass. de φυλάσσω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με προφύλαξη, προσεκτικά
2. φρ. «πεφυλαγμένως ἔχω πρὸς τι» — είμαι προσεκτικός για κάποιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυλαγμένος του φυλάσσω.

Greek Monotonic

πεφῠλαγμένως:1. επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φυλάσσω, προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.
2. με ασφάλεια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πεφῠλαγμένως:
1) соблюдая предосторожности, осторожно Xen., Dem., Isocr.;
2) в безопасности Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφυλαγμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φυλάττω, op voorzichtige wijze, op verstandige wijze.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part. of φυλάσσω
1. cautiously, Xen., Dem.
2. safely, Xen.