πολυνέφελος
English (LSJ)
ον, A overcast with clouds, EM7.10; Dor. πολυνεφέλας, α, epith. of Οὐρανός, Pi.N.3.10.
German (Pape)
[Seite 667] mit vielen Wolken, sehr wolkig, Schol. Pind. N. 3, 10.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνέφελος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν νεφῶν κατακεκαλυμμένος, λίαν νεφελώδης, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 10, κτλ.· ― ὑπάρχει καὶ Δωρ. τύπος πολυνεφέλας, α, Πινδ. Ν. 3. 16.
Greek Monolingual
-ον, και δωρ. τ. πολυνεφέλας, Α
(ως προσωνυμία του Ουρανού) αυτός που έχει πολλά νέφη, πολύ νεφελώδης, καλυμμένος με σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. α-νέφελος].