πολυνεφέλας

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

German (Pape)

[Seite 667] α, = Folgdm; οὐρανοῦ, Pind. N. 3, 10; Schol. Eur. Hec. 684.

English (Slater)

πολῠνεφέλας with many clouds ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (πολυνεφέλᾳ Didymus, Aristarchus) (N. 3.10)

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πολυνέφελος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυνεφέλᾱς -α, ὁ [πολύς, νεφέλη] Dor., wolkenrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυνεφέλᾱς: ᾱ adj. m весь покрытый облаками, облачный (οὐρανός Pind.).