πολυνεφέλας
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
German (Pape)
[Seite 667] α, = Folgdm; οὐρανοῦ, Pind. N. 3, 10; Schol. Eur. Hec. 684.
English (Slater)
πολῠνεφέλας with many clouds ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (πολυνεφέλᾳ Didymus, Aristarchus) (N. 3.10)
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πολυνέφελος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυνεφέλᾱς -α, ὁ [πολύς, νεφέλη] Dor., wolkenrijk.
Russian (Dvoretsky)
πολυνεφέλᾱς: ᾱ adj. m весь покрытый облаками, облачный (οὐρανός Pind.).