πορφυρέω

Revision as of 21:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

πορφύρω, ἁλὶ πορφυρεούσῃ v.l. in Arat. 158; ἀμέθυστον… πορφυρέουσαν (A v.l. πορφύρουσαν) D.P.1122; χρυσῷ πορφυρέοντι Opp.C.2.597 (vv.ll.πορφύρεον, πορφυρόεντι; πορφύροντι cj.Schneider); λειμῶνες ἀνήροτα πορφυρέουσι v.l. for -φύρουσι ib.1.462.

German (Pape)

[Seite 686] spätere poet, Form = πορφύρω; Arat. 158 l. d.; D. Per. 1122; auch im Opp. als v. l., vgl. Jacobs A. P. p. 543.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῡρέω: μεταγεν. τύπος τοῦ πορφύρω, ἀκροφανής... πορφύρεεν ἠώς, ἐγίνετο πορφυρᾶ, ἐκοκκίνιζε, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 1. 44· ― πανταχοῦ ἄλλοθι, οἷον παρὰ Διον. ΙΙ. 1122, Ὀππ. Κυν. 2. 697, τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ πορφύρω.