ποσίνδα

Revision as of 21:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv., (πόσος) A how many times? π. παίζειν, = ἀρτιάζειν, play morra, X.Eq.Mag.5.10.

Greek (Liddell-Scott)

ποσίνδα: Ἐπίρρ. (πόσος) ποσάκις; π. παίζειν = ἀρτιάζειν, Λατ. ludere par impar, παιδιὰ καθ’ ἣν ὁ μὲν ἐκτείνει ταχέως δακτύλους τινὰς τῆς ἑαυτοῦ χειρὸς κεκλεισμένης οὔσης, ὁ δὲ ἕτερος ὀφείλει νὰ εἴπῃ ἀμέσως τὸ πόσοι εἶναι οἱ ἐκτεινόμενοι δάκτυλοι, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 10, ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ἐκ τῶν Θεογνώστου Καν. 164· πρβλ. βασιλίνδα.

French (Bailly abrégé)

adv.
(jouer) à combien (de fèves on a dans la main).
Étymologie: πόσος, -ινδα.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. πόσες φορές
2. φρ. «ποσίνδα παίζειν» — ονομασία παιχνιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα)].

Greek Monotonic

ποσίνδα: επίρρ. (πόσος), πόσες φορές; ποσίνδα παίζειν = ἀρτιάζειν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ποσίνδα: adv. сколько раз или штук: π. παίζειν Xen. играть в отгадывание числа (зажатых в руке предметов).

Middle Liddell

πόσος
how many times? π. παίζειν = ἀρτιάζειν, Xen.