πρασίζω

Revision as of 21:18, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

(πράσον) A to be greenish, Dsc.3.80.2, 4.150.5, Ruf. ap. Orib. 8.24.64, Gal.6.742.

German (Pape)

[Seite 694] die grüne Lauchfarbe haben, lauchgrün sein; Diosc., Schol. Theocr. 10, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾰσίζω: (πράσον) εἶμαι πράσινος ὡς πράσον, ἔχω τὸ χρῶμα τοῦ πράσου, Διοσκ. 3. 94., 4. 155.

Greek Monolingual

Α πράσον
είμαι πράσινος όπως το πράσο, έχω το χρώμα του πράσσου.