πραϋπαθής

Revision as of 21:19, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A mild-tempered, Id.2.351, prob. ib.595 (v.l. πραο-).

German (Pape)

[Seite 696] ές, sanftmüthig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱϋπᾰθής: -ές, ὁ ἔχων πραεῖαν διάθεσιν, χαρακτῆρα πρᾶον, Βασιλ. τ. 1, σ. 216Β (= 145C), καὶ πιθ. γραφ. παρὰ Φίλωνι 2. 595· ― Ῥῆμ., παθέω, ὁ αὐτ. 1. 547· οὐσιαστ. πάθεια, ἡ, ὁ αὐτ. 2. 31.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει ήπιο χαρακτήρα, πράος, ήμερος.
επίρρ...
πραϋπαθῶς
κατά τρόπο πραϋπαθή, ήπια, ήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. ομοιο-παθής].