ον, A first-tamed, Hsch. s.v. ἄδαμνον.
πρωτόδαμνος: -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.
-ον, Α(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξό-δαμνος].