πρωτόδαμνος
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
πρωτόδαμνον, first-tamed, Hsch. s.v. ἄδαμνον.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόδαμνος: -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξόδαμνος].