πρωτόδαμνος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόδαμνος Medium diacritics: πρωτόδαμνος Low diacritics: πρωτόδαμνος Capitals: ΠΡΩΤΟΔΑΜΝΟΣ
Transliteration A: prōtódamnos Transliteration B: prōtodamnos Transliteration C: protodamnos Beta Code: prwto/damnos

English (LSJ)

πρωτόδαμνον, first-tamed, Hsch. s.v. ἄδαμνον.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόδαμνος: -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξόδαμνος].