πρόσαντα

Revision as of 22:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A uphill, Dicaearch.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσαντα: Ἐπίρρ. πρὸς τὰ ἄνω, κατὰ τὴν ἀνωφέρειαν, «τὸν ἀνήφορον», Δικαίαρχ. σ. 11 Huds.· ἴσως πλημμελ. γραφ. καὶ ἀντὶ προσάντης.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς τα επάνω, κατά τον ανήφορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄντα «ίσια επάνω» (βλ. λ. άντα)].