πυρσαυγής

Revision as of 22:49, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A fiery bright, Orph.H.19.1.

German (Pape)

[Seite 825] ές, feuerglänzend, Orph. H. 19, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πυρσαυγής: -ές, πυραυγής, λάμπων ὡς τὸ πῦρ, λαμπρός, Ὀρφ. Ὕμν. 18. 1.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) «δάδα, φωτιά» + -αυγής (< αὐγή, ή αὖγος, τὸ), πρβλ. χρυσ-αυγής].