αὖγος
From LSJ
English (LSJ)
εος, τό, the morning light, dawn, Hsch. s.v. ἠώς.
Spanish (DGE)
-ους, τό
aurora, amanecer πρὸ τοῦ αὔγους Sisyph.1.3, αὔγους γεναμένου A.Thom.A 27, πρὸ τοῦ αὔγους ἠγέρθη A.Thadd.6, cf. Hsch.s.u. ἠώς.
Greek (Liddell-Scott)
αὖγος: τό, ἡ αὐγή, Ἰω. Μαλαλᾶς, σ. 123. 12, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἠώς.