πᾶσις

Revision as of 08:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, (πάομαι) A acquisition, possession, Hsch. ; cj. in B.9.42 ; μοιριδία π. prob. for πρᾶσις in Philic. in Stud.Ital.9.44.

German (Pape)

[Seite 531] ἡ, Erwerb, Besitz, κτῆσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾶσις: ἡ, (*πάομαι) «κτῆσις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κτήση, απόκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ- του άχρηστου ενεστ. πάομαι «είμαι κύριος, αποκτώ» + κατάλ. -σις].