σανδών

Revision as of 08:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

όνος, ὁ, A transparent robe (cf. foreg. 1.2), Lyd.Mag.3.64.

Greek (Liddell-Scott)

σανδών: -ῶνος, ὁ, ἐσθὴς διαφανής, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 64.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
διαφανές ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την λ. σάνδυξ και έχει πιθ. σχηματιστεί κατ' επίδραση της λ. σινδών.