σίσαρον
English (LSJ)
τό, A parsnip, Pastinaca sativa, Epich.3, 27, Diocl.Fr.122, Sammelb.6801.23 (iii B.C.), Dsc.2.113, Sor.1.51.
German (Pape)
[Seite 884] τό, eine Pflanze mit eßbarer Wurzel, Rapunzel; Epicharm. bei Ath. III, 120 c; Diosc.; sium sisarum Linn., lat, siser.
Greek (Liddell-Scott)
σίσᾰρον: τό, φυτόν τι ἔχον ἐδώδιμον ῥίζαν, ἴσως τὸ παρὰ φυτολόγοις Sium sisarum, Λατιν. siser, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 120C, Διοσκ. 2. 139.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ονομασία φυτού με εδώδιμη ρίζα, ίσως της παστινάκης ή παστινάκας ή του σίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα ονόματα φυτών ἄσαρον, ἀρίσαρον, σάρι, καθώς και με το λατ. siser που έχει την ίδια σημ. Η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί από σάρον «σκουπίδι» με διπλασιασμό σι- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: Pastinaca sativa (Epich., Diocl. Fr., Dsc. a.o.); -ιον n. des. of a female ornament (com. after Poll. 5, 101, H., Phot.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Reminds of ἄσαρον, άσαρον (s. vv.), ἡδύσαρον; vgl. Strömberg Pflanzennamen 157 f., who sees in it a reduplication of σάρον in Call. Del. 225, which however does not mean with S. pincers, but as usual dirt, here as denigrating designation of an island. W.-Hofmann s. siser compares σάρι n. (Thphr.), name of a kind of rush.
Frisk Etymology German
σίσαρον: {sísaron}
Grammar: n.
Meaning: Pastinaca sativa (Epich., Diokl. Fr., Dsk. u.a.); -ιον n. Bez. eines weiblichen Schmucks (Kom. nach Poll. 5, 101, H., Phot.).
Etymology : Erinnert an ἄσαρον, ἀρίσαρον (s. dd.), ἡδύσαρον; vgl. Strömberg Pflanzennamen 157 f., der darin eine Reduplikation von σάρον bei Kall. Del. 225 sehen will, das indessen nicht mit S. für Tang steht, sondern wie üblich Kehricht heißt, hier als herabsetzende Benennung einer Insel. W.-Hofmann s. siser vergleicht σάρι n. (Thphr.), N. einer Binsenart.
Page 2,710