στρογγύλωμα

Revision as of 09:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, A pillow or mosquito-net, τριχῶν Al. 1 Ki. 19.16.

German (Pape)

[Seite 955] τό, das Gerundete, Abgerundete, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγύλωμα: [ῠ], τό, σύμπλεγμα, κόμβος, δεσμός, «κατσάρωμα», τριχῶν Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 16).

Greek Monolingual

το, ΝΑ στρογγυλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα
αρχ.
(για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα.