στρογγύλευμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό,= γογγύλωμα, Hsch. (pl.).
German (Pape)
[Seite 955] τό, das Gerundete, der runde Körper, Schol. Ar. Th. 61, zw.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και στρογγύλεμα Ν
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρογγυλεύω
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γογγύλωμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. στρογγυλεύω].