κατσάρωμα
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek Monolingual
το κατσαρώνω
1. το να κάνει κάποιος κατσαρό κάτι, να του μεταβάλει το σχήμα και να το κάνει σγουρό
2. (για φυτά) ελικοειδής αναρρίχηση.