κατσάρωμα

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

το κατσαρώνω
1. το να κάνει κάποιος κατσαρό κάτι, να του μεταβάλει το σχήμα και να το κάνει σγουρό
2. (για φυτά) ελικοειδής αναρρίχηση.