στρούθειος

Revision as of 10:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A of an ostrich, ᾠόν PMich.Zen.9r.2 (iii B.C.); ὀειὸν( = ᾠόν) τρούθ[ιον] Sammelb.7243.21 (iv A.D.); cf. στρουθός fin. 2 (sc. κρέας),= passerina caro, Gloss. (written stroiton). II -ειον μῆλον, τό, a kind of quince, Pyrus Cydonia, AP6.252 (Antiphil.); so without μῆλον, Nic.Al.234; also written στρούθιον, Thphr.HP2.2.5, Dsc. 1.115, cf. Philem.1, Gal.6.450 (parox.), 602. III -ειον,= στρουθός 111, soap-wort, Saponaria officinalis, Orph.A.960, Hp.Nat.Mul. 32, Thphr.HP6.4.3, Eub.104 (lyr.), PCair.Zen.430.15 (iii B.C.), Dsc.2.163, POxy.1088.26 (i A.D.), Aret.CA1.2; usu. written στρούθιον in codd., but στρούθειον in Orph.l.c., corroborated by the metre and by στρούθεον in PCair.Zen.l.c.; the metre is doubtful in Eub. l.c.; both στρούθιον and -ειον are found in PHolm.., 15.2, al., 25.22.

German (Pape)

[Seite 955] vom od. zum Vogel, zum Spatz oder Strauß gehörig. – Aber στρούθειον μῆλον bei Antiphil. 3 (VI, 252) ist = στρουθίον 3.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και τρούθιον Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρούθειον και στρούθιον
φυτό κατάλληλο για τον καθαρισμό του μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό σήμερα ως σαπουνόχορτο
3. φρ. α) «στρούθειον κρέας» — κρέας από στρουθοκάμηλο
β) «στρούθειον μῆλον» ή απλώς «στρούθειον» — είδος κυδωνιών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Ο παρλλ. τ. τρούθιον μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. τρουθός της λ. στρουθός (χωρίς αρκτικό σ-, πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Τροῦθος, Τρούθων)].

Russian (Dvoretsky)

στρούθειος: воробьиный или страусовый: στρούθειον μῆλον Anth. воробьиное яблоко (род айвы).