συνδικαστής

Revision as of 10:36, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A fellowjuryman, Ar.V.197,215, al., IG9(1).689.11 (Corcyra, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1008] ὁ, Mitrichter, Ar. Vesp. 197. 215.

Greek (Liddell-Scott)

συνδῐκαστής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδικάζων, ὁ καὶ αὐτὸς δικαστὴς ἢ ἔνορκος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, 215, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui est juge avec un autre, membre d’un jury.
Étymologie: συνδικάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α συνδικάζω
δικαστής που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλους
αρχ.
ένορκος ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδῐκαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που δικάζει από κοινού, που είναι επίσης δικαστής ή ένορκος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνδῐκαστής: οῦ ὁ синдикаст, член судейской коллегии Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδικαστής -οῦ, ὁ, Att. ook ξυνδικαστής [συνδικάζω] medelid van een jury, jurylid (in de rechtbank).

Middle Liddell

συν-δῐκαστής, οῦ, ὁ,
a fellow-dicast or juryman, Ar.

English (Woodhouse)

fellow-juryman