συνεπιρρέπω

Revision as of 10:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A incline towards together, Plu.Phoc.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέπω: ἐπιρρέπω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέπει τούτῳ (δηλ. τῷ ὀφθαλμῷ) καὶ ἡ διάνοια Πλουτ. Φωκ. 2.

French (Bailly abrégé)

se pencher ensemble vers.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέπω.

Greek Monolingual

Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω, κλίνω προς κάτι από κοινού, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρέπω: вместе склоняться, тяготеть (τινί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιρρέπω mee neigen met, d.w.z. meegaan in, met dat.: subst.. τὸ συνεφελκόμενον οἷς ἁμαρτάνουσιν οἱ πολλοὶ καὶ συνεπιρρέπον de neiging om meegesleept te worden door en mee te gaan in de fouten van de grote massa Plut. Phoc. 2.8.

Middle Liddell

fut. ψω
to incline towards together, Plut.