συνοδηγός

Revision as of 11:11, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A guide, Lyr.Alex.Adesp.1.15.

Greek Monolingual

ο, η / συνοδηγός, -όν, ΝΑ ὁδηγός
ο επίσης οδηγός
νεοελλ.
αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματος
αρχ.
οδηγός.