τρυγηφόρος

Revision as of 13:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A bearing corn or grapes, h.Ap. 529.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφόρος: -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, καρποφόρος, οἰνοφόρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des récoltes, du vin.
Étymologie: τρύγη, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει δημητριακά και φρούτα, κυρίως σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

τρῠγηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει καρπούς, ιδίως σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφόρος: приносящий плоды или урожайный (αἶα HH).

Middle Liddell

τρῠγη-φόρος, ον, φέρω
bearing fruits, esp. wine, Hhymn.