τύμπανος

Revision as of 13:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = τύμπανον III, Hero Spir.2.36; = τύμπανον 1.1, dub. in AP6.220 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1162] ὁ, = Vorigem, Diosc. 11 (VI, 220), zw.

Greek (Liddell-Scott)

τύμπᾰνος: ὁ, = τῷ προηγ., ἀμφίβ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 200· πρβλ. Ἰακώψ. σ. 176.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
το τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. τύμπανον, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].