φιλαναλωτής

Revision as of 14:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A fond of spending, prodigal, c. gen. rei, φ. ἀλλοτρίων δἰ ἐπιθυμίαν Pl.R.548b; ἐς τοὺς στρατιώτας D.C.77.9.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανᾱλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ δαπανᾷ, ἄσωτος, μετὰ γεν. πράγματος, φ. ἀλλοτρίων δι’ ἐπιθυμίαν Πλάτ. Πολ. 548Β· εἴς τι Δίων Κ. 77. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui aime la dépense, prodigue.
Étymologie: φίλος, ἀναλίσκω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σπάταλος, άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναλωτής «αυτός που δαπανά, που ξοδεύει» (< ἀναλίσκω)].

Greek Monotonic

φῐλᾰνᾱλωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά τις δαπάνες, άσωτος, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλανᾱλωτής: οῦ ὁ любитель расточать: φ. ἀλλοτρίων Plat. расточитель чужого добра.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,
fond of spending, prodigal of, c. gen. rei, Plat.