φιλοχαρής

Revision as of 14:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A graceloving, Cat.Cod.Astr.2.171. 2 -χᾰρές, τό, = πράσιον, Plin.HN20.241, Gloss.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αγαπά την χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχαρές
ονομασία του φυτού πράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. εὐ-χαρής, πολυ-χαρής].