χειμίη

Revision as of 15:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, Ion. for χεῖμα, A winter cold, chilly weather, ib. 10.

German (Pape)

[Seite 1343] ἡ, ion. statt χεῖμα, Winterzeit, Winterkälte, Frost, Hippocr., eigtl. fem. eines sonst nicht vorkommenden χείμιος, sc. ὥρα.

Greek (Liddell-Scott)

χειμίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ χεῖμα, ἡ ὥρα τοῦ χειμῶνος, ψῦχος χειμερινόν, παγετὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην.· ἴδε Foës. Oec. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 158.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. χειμερινό ψύχος, παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα + κατάλ. -ίη (πρβλ. αἰθρ-ία / -ίη)].