χειρόδεσμος

Revision as of 15:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A handcuff, manacle, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1345] ὁ, Handfessel, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν χειρῶν, χειροπέδη, Γλωσσ.· -ὡσαύτως χειροδέσμη, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 2923· χειροδεσμέω, Δούκας σ. 192.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
είδος ναυτικού κόμπου
μσν.-αρχ.
χειροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + δεσμός.