ές, A lukewarm, Philox.2.40.
χλιεροθαλπής: -ές, χλιαρός, χλιεροθαλπὲς ὕδωρ ἐπεγχέοντες Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.
-ές, Αχλιαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλιαρός /χλιερός + -θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. εὐ-θαλπής, κακο-θαλπής].