χρεώστης

Revision as of 15:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A debtor, Ph.1.634, al., J.AJ3.12.3, Plu.2.101c, SIG833.9 (Epist.Hadriani), Luc.Abd.15, CIG2817.14 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 1372] ὁ, der Schuldner, Luc. abdic. 15 u. Plut.; nach Schol, Ar. Nubb. 241 att. für χρεωφειλέτης.

Greek (Liddell-Scott)

χρεώστης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, χρεωφειλέτης, ὀφείλων χρέη, Πλούτ. 2. 101C, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 2817. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
débiteur.
Étymologie: χρέος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. χρεώστρια Α
πρόσωπο που έχει χρηματική κυρίως οφειλή, χρεωφειλέτης, οφειλέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος / χρέως + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

χρεώστης: -ου, ὁ (χρέος), οφειλέτης, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρεώστης: ου ὁ должник Plut., Luc.

Middle Liddell

χρεώστης, ου, ὁ, χρέος
a debtor, Luc.