χοροκτόνος

Revision as of 15:53, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A choir-destroying, Strattis 15.

Greek (Liddell-Scott)

χοροκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων, καταστρέφων τὸν χορόν, Στράττις παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 406.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταστρέφει τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. πατρο-κτόνος.

Wikipedia EL

Η έκφραση Κινησίου δραν (Κινησίου δράση, πράγματα) χρησιμοποιήθηκε ως έκφραση η οποία αντικατόπτριζε τις ασεβείς και ανάγωγες συμπεριφορές παρομοίου τύπου με αυτές του Κινησία. Του αποδόθηκε επίσης το επίθετο χοροκτόνος καθώς μετά από δικές του ενέργειες κατάφερε να καταργηθεί η θεατρική χορηγία στους κωμικούς ποιητές.