ψυχρασία

Revision as of 16:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A a making cold, Epicur.Ep.2p.49U., Fr.59.

German (Pape)

[Seite 1404] ἡ, das Kühlen, Abkühlen, Epicur. bei D. L. 10, 107; – das Erkalten, Kaltwerden, Plut. adv. Gal. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρᾰσία: ἡ, τὸ ψυχραίνεσθαι, Πλούτ. 2. 1100Α. ΙΙ. τὸ ψυχραίνειν, ψύχρανσις, Ἐπίκουρος παρὰ Διογέν. Λαερτ. 10. 107.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ψύχρανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός, κατά τα θηλ. σε -(α)σία (πρβλ. ξηρασία)].

Russian (Dvoretsky)

ψυχρᾰσία:
1) охлаждение, остывание Plut.;
2) охлаждение, остуживание Diog. L.