ψυχρασία
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ἡ, a making cold, Epicur.Ep.2p.49U., Fr.59.
German (Pape)
[Seite 1404] ἡ, das Kühlen, Abkühlen, Epicur. bei D. L. 10, 107; – das Erkalten, Kaltwerden, Plut. adv. Gal. 6.
Russian (Dvoretsky)
ψυχρᾰσία: ἡ
1 охлаждение, остывание Plut.;
2 охлаждение, остуживание Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρᾰσία: ἡ, τὸ ψυχραίνεσθαι, Πλούτ. 2. 1100Α. ΙΙ. τὸ ψυχραίνειν, ψύχρανσις, Ἐπίκουρος παρὰ Διογέν. Λαερτ. 10. 107.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ψύχρανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός, κατά τα θηλ. σε -(α)σία (πρβλ. ξηρασία)].