ψυχομαχία

Revision as of 16:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A desperate fighting, Plb.1.59.6.

German (Pape)

[Seite 1404] ἡ, verzweifelter Kampf auf Leben u. Tod, Pol. 1, 59, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχομᾰχία: ἡ, μάχη μετ’ ἀπογνώσεως, Πολύβ. 1. 59, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat pour défendre sa vie, combat acharné.
Étymologie: ψυχή, μάχομαι.

Greek Monolingual

ἡ, Α ψυχομαχῶ
απεγνωσμένος αγώνας.

Greek Monotonic

ψῡχομᾰχία: ἡ, μάχη που δίνεται με απόγνωση, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχομᾰχία: ἡ борьба насмерть, отчаянный бой Polyb.

Middle Liddell

ψῡχομᾰχία, ἡ, [from ψῡχομᾰχέω]
desperate fighting, Polyb.