ἀγώνισις

Revision as of 16:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A a contending for a prize, Th.5.50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγώνῐσις: ἡ, (ἀγωνίζομαι) τὸ ἀγωνίζεσθαι χάριν βραβείου, Θουκ. 5. 50.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. ἀγωνισμός.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 competición Th.5.50.
2 intento, esfuerzo Procop.Arc.1.4.

Greek Monotonic

ἀγώνῐσις: ἡ (ἀγωνίζομαι), αγώνας για βραβείο, μάχη, διαγωνισμός για έπαθλο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγώνισις: εως ἡ Thuc. = ἀγωνισμός.

Middle Liddell

ἀγωνίζομαι
contest for a prize, Thuc.