ἀγρώσσω

Revision as of 16:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Ep. for ἀγρεύω, only in pres., A catch, ἀγρώσσων ἰχθῦς Od.5.53; freq. in Opp., H.3.339,543, al., cf. Call.Ap.60, Lyc.598, etc.: abs., go hunting, Opp.C.1.129:—Pass., Id.H.3.415, 4.565.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρώσσω: Ἐπ. ἀντὶ ἀγρεύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συλλαμβάνω· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· συχν. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., ἐξέρχομαι ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
chasser, pêcher.
Étymologie: ἄγρα.

English (Autenrieth)

(ἄγρα): catch, intensive; of the sea-gullever catchingfish, Od. 5.53†.

Spanish (DGE)

capturar, cazar o pescar según el cont. (tal vez en origen ojear la presa) ἰχθῦς Od.5.53, cf. Opp.H.3.339, 543, Ἄρτεμις ἀγρώσσουσα Call.Ap.60, cf. Lyc.598. Nic.Th.416
fig. Ἔρωτες ... ἀγρώσσουσι γυναῖκα Nonn.D.48.286
abs. ir de caza Lyc.499, Euph.87.3, Opp.C.1.129, Nonn.D.42.163.

Greek Monotonic

ἀγρώσσω: μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί ἀγρεύω, συλλαμβάνω, ψαρεύω, αλιεύω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρώσσω: хватать, ловить (ἰχθῦς Hom.).

Middle Liddell

[epic for ἀγρεύω
to catch fish, Od.