ἀλλοιόστροφος

Revision as of 17:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A of irregular strophes, i.e. not consisting of alternate strophe and antistrophe, Heph.Poeëm.5.

German (Pape)

[Seite 104] aus verschiedenen Strophen, Hephaest. 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιόστροφος: -ον, ἐν τῇ λυρ. ποιήσει, ὁ ἔχων ἀκανονίστους στροφάς· δηλ. ὁ μὴ συνιστάμενος ἐκ διαδοχικῶν στροφῶν καὶ ἀντιστροφῶν, Ἡφαιστ. 9.

Spanish (DGE)

-ον de estrofas desiguales ποίημα Heph.Poëm.5.3.

Greek Monolingual

ἀλλοιόστροφος, -ον (Α)
(ποίημα) χωρίς κανονική διάταξη, χωρίς στροφή και αντιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + -στροφός < στρέ-φω].

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοιόστροφος: стих. с нерегулярно чередующимися строфами.