τητος, ἡ, A otherness, Simp. in Ph.862.13.
-τητος, ἡfil. cualidad de ser otro, otredad como propia del cambio substancial οὔτε ἀλλοίωσις ἀλλὰ ἀλλότης μᾶλλον Simp.in Ph.862.13.
ἀλλότης (-ητος), η (Μ) ἄλλοςτο να είναι κανείς άλλος, διαφορετικός.