ἀλλοφυλία

Revision as of 17:19, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A foreign matter, Epicur.Ep.2p.48U.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, das Fremdartige, Epicur. bei D. L. 10, 106.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
materia extraña τὰ δὲ πνεύματα συμβαίνει γίνεσθαι ... ἀλλοφυλίας τινὸς ... παρεισδυομένης Epicur.Ep.[3] 106.

Greek Monolingual

η (Α ἀλλοφυλία) ἀλλόφυλος
νεοελλ.
η αλλοεθνία
αρχ.
ξένη ουσία.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοφῡλία: ἡ инородное вещество Epicur. ap. Diog. L.