ἀμφίασμα
English (LSJ)
ατος, τό, A garment, Ctes.Fr.29.10, Luc.Cyn.17.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίασμα: -ατος, τό, = ἀμφίεσμα, ἔνδυμα, Κτησ. Περσ. 19, Λουκ. Κυν. 17.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἀμφί.
Spanish (DGE)
-ματος, τό vestidura Ctes.13.12, Luc.Cyn.17, Hsch.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίασμα: ατος τό Plut., Luc. = ἀμφίεσμα.