ἀναβάδην

Revision as of 17:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[βᾰ], Adv., (ἀναβαίνω) lit.A going up, but usu. with one's feet up, lying down, Ar.Pl.1123, D.Chr.62.6, Plu.2.336c, cf. Ath.12.528f, Poll.3.90; so prob. in Ar.Ach.399,410, but expl. by a Sch. as upstairs.

German (Pape)

[Seite 179] (βαίνω), in die Höhe steigend, in der Höhe sich befindend, Ar. Ach. 374, 385, ἀναβάδην ποιεῖ τραγῳδίαν, Euripides macht oben Tragödien, wo komisch καταβάδην entgeggstzt ist; Pl. 1123 ἀναβάδην ἀναπαύομαι, womit Plut. fort. Al. II, 3 ἀν. καθῆσθαι zu vgl., müßig dasitzen, mit übereinander geschlagenen oder mit hochgelegten u. ausgestreckten Füßen, wie Ath. XII, 529 a vom Sardanapal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβάδην: [βᾰ], ἐπίρρ. (ἀναβαίνω) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς ὕψος, ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: ἐντεῦθεν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ καταβάδην (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ ἀναβάδην καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καταβάδην·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἀληθὴς ἔννοια. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en montant, en haut.
Étymologie: ἀναβαίνω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-βᾰ-]
adv. con los pies por alto ἀναβάδην ποεῖ τραγῳδίαν Ar.Ach.399 (pero interpr. ἐπὶ τῆς σκηνῆς μετέωρος Sch.ad loc.), cf. 410, ἀναβάδην ἀναπαύομαι Ar.Pl.1123, ἀναβάδην ... καθήμενον Ath.528f, cf. Poll.3.90, ἐπὶ ... κλίνης ἀναβάδην D.Chr.62.6, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Plu.2.336c.

Greek Monolingual

ἀναβάδην επίρρ. (Α) ἀναβαίνω
1. ανεβαίνοντας σε ύψος, ψηλά
2. (για θηλυπρεπή στάση) ανακούρκουδα, ανάσκελα και με τα πόδια σηκωμένα ψηλά.

Greek Monotonic

ἀναβάδην: [βᾰ], επίρρ. (ἀναβαίνω), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική κλίση, στον Αριστοφ. ψηλά, στα ύψη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰβάδην: (βᾰ) adv. высоко, на возвышении Arph., Plut.

Middle Liddell

ἀναβαίνω
going up, mounting: — in Ar., aloft, upstairs.